- Ναυκρατιτικά
- Ναυκρατιτικόςneut nom/voc/acc plΝαυκρατιτικά̱ , Ναυκρατιτικόςfem nom/voc/acc dualΝαυκρατιτικά̱ , Ναυκρατιτικόςfem nom/voc sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.